- προστροπήν
- προστροπήturningfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστροπή — ἡ, Α [προστρέπω] 1. ικεσία ενός ανθρώπου που φέρει μίασμα, ιδίως φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για εξιλέωση, για εξαγνισμό 2. προσευχή, παράκληση ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.) 3. ενοχή, μίασμα φονιά 4. φρ. α) «θεᾱς… … Dictionary of Greek